- ισομάτωρ
- ἰσομάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. ισομήτωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσομάτωρ — ἰσομά̱τωρ , ἰσομάτωρ like one s mother masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
ἰσομάτορα — ἰσομά̱τορα , ἰσομάτωρ like one s mother masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)